Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η παιδοκόμος

См. также в других словарях:

  • παιδοκόμος — cherishing children masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοκόμος — ο (ΑΜ παιδοκόμος, ον) νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η παιδοκόμος αυτός που ασχολείται με την παιδοκομία μσν. αρχ. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που περιποιείται και ανατρέφει παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + κόμος (< κομῶ… …   Dictionary of Greek

  • παιδοκόμος, ο — η αυτός που ασχολείται με την παιδοκομία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδοκόμον — παιδοκόμος cherishing children masc/fem acc sg παιδοκόμος cherishing children neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοκόμοι — παιδοκόμος cherishing children masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοκόμοις — παιδοκόμος cherishing children masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοκόμοισιν — παιδοκόμος cherishing children masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοκόμου — παιδοκόμος cherishing children masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοκόμους — παιδοκόμος cherishing children masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοκόμων — παιδοκόμος cherishing children masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδοκόμῳ — παιδοκόμος cherishing children masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»